πέλας

πέλας
Α
επίρρ.
1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.)
2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας
α) οι γείτονες
β) οι όμοιοι
3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» — οι ξένες δυστυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα *pelā- / pelә2 με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο και με αρχική σημ. «πρόσκρουση, σύγκρουση» (πρβλ. πελάζω). Η αναγωγή στην ίδια ρίζα άλλων τ. τής Ινδοευρωπαϊκής είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Πιθανή φαίνεται η σύνδεση τού επιρρ. με το λατ. pello «πλήττω, κρούω» (πρβλ. πλήττω). Στην ίδια ρίζα με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το δεύτερο ανάγονται οι τ. πλησίον*, πλήν* και ο αθέματος αόρ. πλῆτο (πρβλ. πίμπλημι). Η μορφή τού επιρρ. πέλας είναι δυσερμήνευτη. Αν πρόκειται για αρχαίο τ. επιρρήματος, τότε το τελικό -ς μπορεί να ερμηνευθεί ως επιρρηματικό. θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί και τ. ονομαστικής πτώσης που χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέλας — near indeclform (adverb) πέλᾱς , πελάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. — πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. См. Всякий сам себе ближе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • pel-3b, pelǝ-, plē- —     pel 3b, pelǝ , plē     English meaning: to cover, wrap; skin, hide; cloth     Deutsche Übersetzung: “verdecken, verhũllen; Haut, Fell; Tuch, Kleid”     Material: Gk. πέλας ‘skin”, ἐρυσί πελας “Hautentzũndung”, ἄ πελος “nicht verheilte… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • пелена — I пелена стреха соломенной крыши , курск., орл. (Даль). Согласно Преобр. (II, 34), связано с пелёда, но затруднение представляет разница в ударении. II пелена пелька, диал., новгор., боровск., псковск., сшитое полотнище; пеленка (Даль), укр.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Pelasgians — The name Pelasgians (from Ancient Greek gr. Πελασγοί, Pelasgoí , singular Πελασγός, Pelasgós [ [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2380420 Pelasgos, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek… …   Wikipedia

  • Субстантивирование — (грамм.) превращение в имя существительное (substantivum) какой либо другой части речи. Наиболее распространено в индоевропейских языках С. прилагательного имени, являющееся обыкновенно результатом пропуска какого либо существительного, которое в …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • всякий сам себе ближе — Ср. Ein jeder ist sich selbst der Nächste. Ср. Charité bien ordonnée commence par soi même. Ср. Victor Hugo. Ср. Le prêtre baptise son enfant le premier (говорили до Тридентского собора, когда священники были еще женатые). Ср. Prima sibi caritas …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Всякий сам себе ближе — Всякій самъ себѣ ближе. Ср. Ein jeder ist sich selbst der Nächste. Ср. Charité bien ordonnée commence par soi même. Ср. Victor Hugo. Ср. Le prêtre baptise son enfant le premier (говорили до Тридентскаго собора, когда священники были еще женатые) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Culture de Dimini — Préhellénique A Le préhellénique A est un concept linguistique postulé suite à l’analyse de la toponymie grecque. Les noms de lieu grecs à terminaison en nthos, mn , r , m , n et ss forment en effet un ensemble dont l’étymologie ne peut s… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”